Κείμενα




Όταν οι Έλληνες ήταν ανεπιθύμητοι ξένοι... 

 

 



Μετανάστες εν πλω προς το «όνειρο». Η εικόνα φαντάζει ίσως γραφική μετά έναν αιώνα, αλλά η πραγματικότητα ήταν συνήθως εφιαλτική. 



Οι πετυχημένοι (πίσω οι εικόνες τους όταν οι ίδιοι έφθαναν στις ΗΠΑ) διώχνουν τους φτωχούς νεόφερτους (αμερικανικό σκίτσο της εποχής από το λεύκωμα «Όπου γη Ελλάδα...»).
 

Τέτοιες ημέρες πριν από ένα αιώνα γραφόταν για τον Ελληνισμό της διασποράς μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του. Κάπου 2.000-3.000 Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ έπεφταν θύματα της ξενοφοβίας στη Νότιο Ομάχα της Νεμπράσκα.

Είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες τους, κυνηγώντας το «αμερικανικό όνειρο». Δουλεύοντας σκληρά στους σιδηροδρόμους, τα σφαγεία και έχοντας μικροεπιχειρήσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας ρατσιστικής θύελλας. Βίωσαν έναν πραγματικό μαζικό διωγμό, που εξαπέλυσαν τα υπερσυντηρητικά, ακροδεξιά και καθυστερημένα στρώματα της περιοχής. Οι νοικοκυραίοι εναντίον των ύποπτων και επικίνδυνων ξένων, που απειλούσαν τον «νόμο και την τάξη». Όταν ολοκληρώθηκε ο κύκλος της βίας το σύνολο των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής ζήτησε καταφύγιο αλλού. Οι υπόλοιποι ξεριζώθηκαν.

Εκδίωξη
Για πολλά χρόνια η εκδίωξη των Ελλήνων της Ομάχα αποτελούσε σημείο αναφοράς και μνημείο για την εχθρότητα, που αντιμετώπισαν οι Έλληνες στην αμερικανική Δύση πριν γίνουν αποδεκτοί στις κοινωνίες της.
Η ιστορία της Ομάχα δεν ήταν η μοναδική τα πέτρινα χρόνια του πρώτου μεγάλου ελληνικού μεταναστευτικού προς τις ΗΠΑ. Ξεπερνούσε, όμως, σε μαζικότητα κάθε παροξυσμό κι έμεινε παροιμιώδης. Ένας Ελληνοαμερικανός καθηγητής από την περιοχή, που θα ασχοληθεί πολλά χρόνια αργότερα συστηματικά με τα επεισόδια, θα τα παραλληλίσει με τη «νύχτα των κρυστάλλων το 1938» στη ναζιστική Γερμανία.
Παρόμοια περιστατικά καταγράφονται κι αλλού. Αλλά τόσο αυτό όσο κι εκείνα τα σκέπασε η σκόνη της ιστορίας. Η αμερικανική κοινωνία ήθελε να ξεχάσει τα ξενοφοβικά ξεσπάσματα, όπως και οι Έλληνες μετανάστες στη διαδικασία της αφομοίωσής τους.
Ξεφυλλίζοντας τις πολύ λίγες μελέτες για το μεταναστευτικό και τις ελάχιστες όπου αναφέρονται ομαδικές διώξεις Ελλήνων, προβάλλουν εικόνες που θυμίζουν σημερινές ρατσιστικές και ξενοφοβικές καταστάσεις. Ιδού μερικές μόνο της ίδιας περιόδου:
-Στο Πίτσμπουργκ (Πενσιλβάνια) «οι εντόπιοι εύρον ως αφορμήν τον φόνον ενός μαύρου δια να δημιουργήσουν ταραχάς κατά των Ελλήνων και ολίγον δειν θα είχωμεν επανάληψιν των θλιβερών σκηνών της Ομάχας...»
-Στο «Ροντάϊλαντ, όπου οι Ελληνες ασχολούνται εις την αλιείαν αστακών, οι Αμερικανοί αλιείς εξηγέρθησαν ζητούντες την εκδίωξίν των ως μη όντων Αμερικανών πολιτών. Ευτυχώς ο διωγμός εματαιώθη...»
-«Εις την Φλώριδαν κατά το έτος 1911 οι ιθαγενείς (ντόπιοι) εβύθισαν Ελληνικόν σπογγαλιευτικόν του οποίου τα πλήρωμα επνίγη...»
Ο κατάλογος είναι μικρός με επιθέσεις εναντίον Ελλήνων στη Βιρτζίνια, στο Κάνσας Σίτι, στο Ντέιτον του Οχάιο και αλλού. Για «αθρόους διωγμούς » γίνεται λόγος στην πρώτη αξιόλογη μελέτη για το μεταναστευτικό, απ’ όπου αντλούνται και τα προηγούμενα περιστατικά. Πρόκειται για το συλλογικό έργο φοιτητών «Η Ελληνική μετανάστευσις», με πρόλογο του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, ο οποίος είχε και την ιδέα για την έκδοση το 1917.
Ανάμεσα σε άλλα πολλά, διαπιστώνεται εκεί ότι διαβάζοντας κάποιος τον Τύπο θα «πεισθή ακραδάντως ότι κυοφορείται γενική εξέγερσις κατά των ξένων εργατών και ιδία των Ελλήνων». Προβλέπεται ότι αυτή θα έχει «ως άμεσον αποτέλεσμα την εκτόπισιν των εργατών τούτων από των διαφόρων εργασιών, εξαιρουμένων των αγροτικών».
Η πρόβλεψη, βεβαίως, δεν επαληθεύτηκε και είναι πολύ γνωστή η πορεία των Ελλήνων μεταναστών. Αλλά είναι ενδεικτική για τις προκαταλήψεις και την εχθρότητα, που είχαν ν΄ αντιμετωπίσουν ως μετανάστες δεύτερης κατηγορίας, σ΄ ένα έθνος μεταναστών, όπως οι ΗΠΑ.
Η πρώτη συστηματική μελέτηΠρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τους διωγμούς των Ελλήνων στη Ν. Ομάχα ήταν ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Τζον Μπίτζες. Η μελέτη του δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1970 και βραβεύτηκε. Ο ίδιος επανήλθε αργότερα με νέα στοιχεία στο θέμα-ταμπού. Σύμφωνα μ' αυτά, μετά την αναθεώρηση της θανατικής ποινής σε βάρος του Μασουρίδη, δύο αστυνομικοί σκότωσαν τον Ιούνιο του 1910 έναν Ελληνα μετανάστη. Σχεδόν στο ίδιο σημείο, όπου είχε πέσει νεκρός από τις σφαίρες του Μασουρίδη ο Αμερικανός αστυφύλακας! Θύμα της «βεντέτας» φέρεται να είναι ο 23χρονος Ν. Τζιμίκας από τα Γρεβενά. Η υπόθεση κρατήθηκε μυστική από τις Αρχές της Νεμπράσκα...
Το ανατριχιαστικό χρονικό του διωγμού
19 Φεβρουαρίου 1909: Ο νεαρός Έλληνας μετανάστης Γιάννης Μασουρίδης (βρισκόταν από το 1906 στις ΗΠΑ) συλλαμβάνεται, έπειτα από καταγγελία ότι «είχε σχέσεις» με 17χρονη Αμερικανίδα. Καθ΄ οδόν προς το αστυνομικό τμήμα, ο Έλληνας τραυματίζεται και ο αστυνομικός πέφτει νεκρός, ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών. Ο Μασουρίδης καταφέρνει να γυρίσει στο σπίτι του. Αστυνομικοί τον συλλαμβάνουν εκεί και τον κακοποιούν μέχρι αναισθησίας. Εκατοντάδες εξαγριωμένοι κάτοικοι σπεύδουν με σκοπό να τον λιντσάρουν (ο «νόμος» του Λιντς επιβίωνε ακόμη). Τελικά, φυγαδεύεται ζωντανός από την αστυνομία στην πρωτεύουσα της Πολιτείας.
20 Φεβρουαρίου: Προπαγανδιστική εκστρατεία κατά των «βρωμερών» Ελλήνων. Προβάλλει η αξίωση να «εξοριστούν» από την περιοχή. Συγκαλείται για την επομένη μέρα συλλαλητήριο.
21 Φεβρουαρίου: Πογκρόμ κατά των Ελλήνων και όσων έμοιαζαν με Έλληνες. Επιθέσεις με τραυματίες, καταστροφές καταστημάτων, περιουσιών και λεηλασίες. Περίπου 1.300 Έλληνες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και μαζί τους άλλοι Βαλκάνιοι.
Μάρτιος: Απεσταλμένος της ελληνικής πρεσβείας στις ΗΠΑ, που φθάνει στην πόλη για να καταγράψει τις καταστροφές, συστήνει στους εναπομείναντες Έλληνες να είναι «κόσμιοι» και «να μη ομιλώσιν εις τας γυναίκας» όταν τις συναντούν στο δρόμο!
Ιούνιος 1909: Ο Μασουρίδης καταδικάζεται σε θάνατο δι΄ απαγχονισμού (οι ένορκοι αποφάσισαν μετά 19ωρη συνεδρίαση). Σύμφωνα με την κατηγορία πυροβόλησε και σκότωσε τον αστυνομικό επιχειρώντας να διαφύγει. Κατά τον ίδιο επιχείρησε να πετάξει το όπλο του, όταν τον έπιασαν για να μην πληρώσει το βαρύτατο πρόστιμο. Ο αστυνομικός τον πυροβόλησε τότε και τον τραυμάτισε. Αμυνόμενος πυροβόλησε κι αυτός (η σφαίρα βρήκε τον αστυνομικό στην καρδιά).
Μάιος 1910: Το Ανώτατο Δικαστήριο της Νεμπράσκα ακύρωσε τη θανατική ποινή, λόγω ανεπάρκειας στοιχείων και παραλείψεων στη διαδικασία. Επέβαλε στον Μασουρίδη συνολική ποινή 14 ετών. Αυτός έμεινε στις φυλακές πεντέμισι χρόνια και μετά επέστρεψε στο χωριό του στην Ελλάδα.

Το πρώτο κύμαΤο πρώτο μαζικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική πρωτοεμφανίζεται στη δεκαετία του 1890. Μέχρι το 1920 περίπου 400.000 Έλληνες, από το μισό εκατομμύριο που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα δουλεύουν στις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς σε συνθήκες παρόμοιες με εκείνες των σημερινών μεταναστών.

5.000 με υπηκοότηταΣτην αμερικανική απογραφή του 1910 αναφέρονται μόλις 5.000 περίπου Έλληνες που έχουν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα. Αλλά και στην επόμενη απογραφή, του 1920, ο αριθμός δεν φθάνει τις 30.000. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς την είχαν αποκτήσει, υπηρετώντας στον στρατό κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Διάλυση της κοινότηταςΗ ελληνική κοινότητα της Ν. Ομάχα στη Νεμπράσκα ιδρύθηκε το 1908 (Έλληνες αναφέρονται στην περιοχή από τη δεκαετία του 1880). Μικρέμποροι, εργάτες στα τοπικά σφαγεία και τους σιδηροδρόμους έφθαναν τους 2-3 χιλιάδες, σ΄ έναν πληθυσμό 35.000. Μετά το πογκρόμ παρέμειναν εκεί λιγότερα από 60 άτομα.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ - ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ Ν. ΟΜΑΧΑ
 
Λιθοβολούσαν ανθρώπους και καίγανε σπίτια...
Στις ελληνικές εφημερίδες την περίοδο των γεγονότων δεν υπάρχουν αναφορές. Τα πρώτα ρεπορτάζ θα δουν το φως τον Απρίλιο του 1909. Το πληρέστερο δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο αθηναϊκό «Σκριπ» και ήταν συγκλονιστικό. Σύμφωνα με όσα γράφτηκαν τότε μετά τη δολοφονία του Αμερικανού αστυνομικού:
Τοπικά δημοσιεύματα καταφέρονταν «κατά των Ελλήνων και παρεκίνουν τον λαόν εις εξέγερσιν, δύο επίσης βουλευταί της Nebraska και ο Δήμαρχος της S. Omaxa προσεκάλουν τον λαόν εις συλλαλητήριον». Πράγματι αυτό έγινε την επομένη έξω από το Δημαρχείο και «αφού ηγόρευσαν οι ρήτορες και εξώθησαν τον λαόν εις επίθεσιν κατά των Ελλήνων ο όχλος ώρμησε κατά των Ελληνικών καταστημάτων και επέφερεν τελείαν καταστροφήν».
-«Είναι αδύνατον να περιγραφή η αγριότης, την οποίαν επέδειξεν ο Αμερικανικός λαός... Ελιθοβόλησε τους Έλληνας, κατέστρεψε τα καταστήματά των και εν τέλει έθεσεν πυρ εις τας οικίας των...»
-« Το επιτεθέν εναντίον των Ελλήνων πλήθος και καταστρέψαν τα καταστήματα αυτών συνίστατο εξ ανθρώπων της κατωτάτης κοινωνικής τάξεως?» Αλλά το έκανε αυτό με την «αδράνεια ή μάλλον την ενοχήν της αστυνομίας ως και μερίδος του Τύπου». Εξακριβώθηκε ότι « η αστυνομία της S. Omaha όχι μόνον δεν επιχείρησεν να ματαιώση την επίθεσιν του όχλου, επιβάλλουσα την ισχύν του νόμου, αλλ΄ υπεβοήθησεν εις την καταστροφήν».
-«Εις όλα τα σημεία της πόλεως είχε κηρυθεί αμείλικτος διωγμός εναντίον των Ελλήνων. Εις την περίστασιν ταύτην ο Αμερικανικός λαός υπερέβη και αυτούς του Βουλγάρους. Η κατάστασις αύτη διήρκεσε μέχρι της 19ης νυκτερινής ώρας, οπότε συνεπλήρωσαν το έργον της καταστροφής και μετέβησαν εις τας οικίας των ήσυχοι και με την συνείδησιν αναπαυμένην ότι εξετέλεσαν το καθήκον των».

Με μίσοςΤα ρεπορτάζ συνοδεύουν περιγραφές μεταναστών (αρκετοί αμύνθηκαν αποκλεισμένοι σε ελληνικό καφενείο) και «σπαρακτικαί λεπτομέρειαι της καταστροφής».
Η εξήγηση που δίνεται για το πογκρόμ είναι «το μίσος» άλλων μεταναστών και ιδιαίτερα των Γερμανών: «Οι Έλληνες αφού εγκαταστάθηκαν εν S. Omaha και ήρχισαν να ανοίγουν διάφορα μικρομάγαζα... Οι Βοημοί βλέποντες τας εμπορικάς προόδους των Ελλήνων και την πολιτικήν αυτών δύναμιν ήρχισαν ν΄ ανησυχούν και να σκέπτονται περί εκτοπίσεως αυτών. Την ευκαιρίαν έδωσεν ο φόνος του αστυφύλακος...»
Η αιτία του «μίσους», πάντως, δεν ήταν αποκλειστικά αυτή. Οι Έλληνες μετανάστες, όπως σημειώνουν σύγχρονοι ιστορικοί, είχαν φθάσει στην περιοχή ως απεργοσπάστες σε εταιρεία συσκευασίας κρεάτων. Αυτό σε συνδυασμό με την προσφορά φθηνής εργασίας στους σιδηροδρόμους προκαλούσε εχθρότητα.
Το αποτέλεσμα ήταν ν΄ αποξενωθούν από τους άλλους κατοίκους της πόλης και να γίνουν στόχος συχνών επιθέσεων. Ο τοπικός Τύπος άρχισε να δημοσιεύει άρθρα στα οποία οι Έλληνες περιγράφονταν ως «πρόβλημα» και «απειλή», παρενοχλούσαν τις γυναίκες, ζούσαν σε ανθυγιεινές συνθήκες και άλλα συναφή. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο να καταγγέλλονται ως εστίες μολύνσεων των κρεάτων που συσκευάζανε και επομένως κίνδυνος για τη δημόσια υγεία!
Από το σημείο αυτό έως το πογκρόμ η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη...

«Αίσχος δι’ όλους»Οι πρώιμες μελέτες για τους Έλληνες μετανάστες στα ΗΠΑ, που γράφτηκαν κατά τη δεκαετία του 1920, σ΄ αντίθεση με μεταγενέστερες, κάνουν μνεία του πογκρόμ της Σάουθ Ομάχα. Ο Αλέξανδρος Κρίκος το 1915, σε μελέτη του («Η «θέσις του ελληνισμού εν Αμερική»), προβάλλοντας θέσεις κατά της μετανάστευσης για εθνικούς λόγους, σημειώνει σχετικά : «Οι διωγμοί της Ομάχας, του Κόνσις Μπλοφς, της Χόκταμ και άλλων πόλεων ολίγον διαφέρουσι των κατά των πρώτων χριστιανών υπό των εθνικών και των υπ΄ αυτών κατόπιν κατά των Εβραίων. Η δε περιγραφή αυτών θ΄ αποτέλει αίσχος δια τους Αμερικανούς όσον και δι΄ ημάς τους διωκόμενους».

Τ. Κατσιμάρδος


 

Ποιά είναι η χώρα μου;

του Γ. Καπλάνι


Ο Νίκος Οντουμπιτάν γεννήθηκε στο Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα». Ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και έγιναν ξένοι με το ζόρι... 

«Γεννήθηκα τον Απρίλιο του 1981. Εδώ στην Αθήνα. Στο Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα»... Οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα με σπουδαστική βίζα. Ο μπαμπάς μου σπούδασε Νομικά, η μητέρα μου Οικονομικά. Αν και πήραν πτυχίο, έκαναν δουλειές άσχετες. Ήρθαν από το Λάγκος, την πρωτεύουσα της Νιγηρίας. Δεν έχω πάει ποτέ. Οι εικόνες που έχω είναι από φωτογραφίες των γονέων και το Διαδίκτυο. Μεγάλωσα στην Πλ. Αμερικής. Τότε ήμασταν μόνο δύο οικογένειες Αφρικανών σε όλη τη γειτονιά. Μέναμε στο ισόγειο. Ήταν δύσκολα χρόνια. Θυμάμαι ότι οι γονείς μου ήταν επιφυλακτικοί. Δύσκολα με άφηναν να βγω έξω. Σαν να ήθελαν να με προστατέψουν από κάτι. Κάθε τόσο μου έλεγαν: «Νίκο πρόσεχε, δεν είσαι σαν τα άλλα τα παιδιά. Εσύ είσαι ξένος και αν γίνει καμιά στραβή, εσένα θα κοιτάξουν στραβά». Τεσσάρων χρονών πήγα στο νηπιαγωγείο. Πέρασα καλά γιατί ήμασταν μαζί με τον ξάδελφό μου τον Μανώλη. Είχαμε μια κοινή φίλη, τη Μαργαρίτα. Πολύ όμορφη. Ελληνίδα από μητέρα Ρωσίδα. Ήμασταν οι «ξένοι» του νηπιαγωγείου...

●●●
ΜΕΧΡΙ έξι χρονών, με τους γονείς μου μιλούσα αγγλικά και γιορουμπά (η γλώσσα της φυλής των γονιών μου). Όταν μπήκα στο δημοτικό σκεφτόμουν πρώτα στα αγγλικά ή στα γιορουμπά και μετά εκφραζόμουν στα ελληνικά. Περνούσα με άνεση από τη μια γλώσσα στην άλλη. Σαν να έμενα σε ένα σπίτι και να περνούσα από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Με τους γονείς μου άρχισα να μιλάω συνέχεια ελληνικά κοντά στην εφηβεία. Αγγλικά μιλάγαμε όταν κάναμε κάποια θεωρητική συζήτηση. Γιορουμπά όταν συζητούσαμε τα οικογενειακά ή όταν τσακωνόμασταν. Ελληνικά όταν ήμασταν ευδιάθετοι και χαλαροί. Είμαι τρίγλωσσος λοιπόν. Όχι, τετράγλωσσος. Αργότερα έμαθα και γαλλικά. Αποτελώ, βέβαια, εξαίρεση. Τα περισσότερα παιδιά Νιγηριανών μεταναστών που ξέρω, δεν γνωρίζουν γιορουμπά, επειδή δεν τα χρησιμοποιούν. Έχω κουλτούρα και νοοτροπία ελληνική. Την ίδια στιγμή έχω κρατήσει στοιχεία από την κουλτούρα των γονιών μου. Αυτό με βοηθάει, δεν ξέρω πώς να το εξηγώ, με φέρνει σε μια ισορροπία, συναισθηματικά και πνευματικά.




ΠΗΓΑ στο 65ο Δημοτικό Αθηνών. Στην Πλ. Αμερικής. Εκεί έχασα το κέφι μου. Αρχίζω και καταλαβαίνω ότι «μεγάλε είσαι διαφορετικός». Ήμουν το μόνο παιδί «ξένο» και μαύρο του σχολείου. Τι σημαίνει να νιώθεις διαφορετικός; Με μια φράση σημαίνει να είσαι πάντα στην τσίτα. Γιατί κάποιος θα πει κάτι για το χρώμα ή την καταγωγή σου. Θυμάμαι τον εαυτό μου στο δημοτικό μονίμως στην τσίτα. Ο θυμός ήταν το όπλο μου. Να με φοβάται οποιοσδήποτε προσπαθεί να με προσβάλει ή να με μειώσει. Το δημοτικό ήταν το πιο σκληρό κομμάτι της ζωής μου. Είχα μόνο δυο καλούς δασκάλους. Αν έμαθα κάτι, το οφείλω σε αυτούς. Θυμάμαι και μια κακή δασκάλα. Μας ρώτησε μια μέρα τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Όταν ήρθε η σειρά μου είπα ότι θέλω να γίνω δικηγόρος. Τα παιδιά συνήθως θέλουν να μοιάσουν στον μπαμπά τους. Γέλασε κυνικά και σχολίασε «σιγά μη γίνεις και δικηγόρος». Έχουν περάσει είκοσι χρόνια και το θυμάμαι σαν χθες.
●●●
ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ απελευθερώθηκα. Πήγα στο 41ο Γυμνάσιο Αθηνών, στην Πλ. Αμερικής. Εκεί έκανα τις πρώτες πραγματικές παρέες. Άρχισα να «ξεχνάω» πως είμαι διαφορετικός. Όχι γιατί δεν υπήρχαν αυτοί που μου το θύμιζαν. Απλά κατάλαβα ότι κάποιος σε θέλει «διαφορετικό» επειδή θέλει να νιώσει ανώτερος. Είναι ένα παιχνίδι εξουσίας. Τότε εσύ ο «διαφορετικός» πρέπει να τον κοιτάξεις στα μάτια, χωρίς φόβο. Γιατί αύριο θα είσαι πάλι εκεί. Και πρέπει να μην είσαι με χαμηλό το κεφάλι. Πολλές φορές με βοηθούσε και η σωματική μου διάπλαση, ώστε αυτοί που δεν έπαιρναν από λόγια, να με φοβούνται αλλιώς. Ήμουν σκληρός σε όσους ήταν σκληροί μαζί μου. Και έβλεπα ότι έτσι αποκτούσα σεβασμό. Και όταν αποκτάς σεβασμό, αποκτάς και αυτοπεποίθηση... Στο λύκειο βελτιώθηκα θεαματικά στα μαθήματα. Χωρίς να πάω φροντιστήριο φυσικά. Δεν είχα αυτή τη δυνατότητα. Οι γονείς μου έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο σχολείο. Ήθελαν οπωσδήποτε να πάω στο πανεπιστήμιο...
●●●
ΜΕΤΑ το λύκειο ήρθε το χαστούκι το μεγάλο. Έδωσα Πανελλήνιες, πέρασα στο ΤΕΙ Αθήνας, Μηχανολογία Ιατρικών Οργάνων. Πέρασα στους πρώτους στη σχολή. Το πρώτο χαστούκι ήρθε όταν άκουγα τους συμμαθητές μου στο λύκειο να λένε: «Εμένα μου ήρθε το χαρτί, εσένα;». Τι είναι αυτό το χαρτί που πάει σε όλους και δεν έρχεται σε μένα, αναρωτιόμουν. Τότε πήγα στον δήμο και τους είπα: «Υπάρχει ένα χαρτί που πάει σε όλους και δεν έρχεται σε μένα». Μου εξήγησαν ότι ήταν το χαρτί για τη στρατιωτική θητεία. Ο υπάλληλος πρόσθεσε: «Εσύ μην περιμένεις χαρτί. Εσείς δεν γράφεστε στα δημοτολόγια». Εμείς, ποιοι είμαστε εμείς, αναρωτήθηκα. Το απώθησα όμως. Δεν ήθελα να το συνειδητοποιήσω και να το δεχτώ.
●●●
ΜΙΑ ΜΕΡΑ με σταμάτησαν στον δρόμο. Μου ζήτησαν τα χαρτιά. Δεν είχα. Όλοι οι φίλοι μου είχαν να δείξουν τις ταυτότητές τους. Εγώ τίποτα. Πήγα σπίτι αναστατωμένος. «Εγώ τι έχω να δείξω όταν μου ζητούν χαρτιά;» ρώτησα τους γονείς. Δεν ήξεραν τι να μου απαντήσουν. Το μόνο που μπορούσα να έχω επάνω μου ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης, από το Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα». Ήταν η ταυτότητά μου. Δεν μπορούσα να βγάλω καν νιγηριανό διαβατήριο. Έπρεπε να έχω τουλάχιστον πιστοποιητικό γέννησης. Δεν είχα. Δεν υπήρχε καν πρεσβεία της Νιγηρίας εδώ. Έγινα άπατρις...



ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΗΚΑ για μήνες. Τελικά κατάφερα να κάνω αίτηση για άδεια παραμονής στο Αλλοδαπών. Όταν πήγα εκεί, οι αστυνομικοί με έβλεπαν σαν να ήμουν εξωγήινος. Πώς είναι δυνατόν και δεν έχεις ελληνική ταυτότητα, μου έλεγαν! Έκανα αίτηση για άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Δεν προβλεπόταν τίποτα άλλο για την περίπτωσή μου. Μου έδωσαν έναν αριθμό πρωτοκόλλου. Χωρίς φωτογραφία, χωρίς όνομα. Αυτό ήμουν για το κράτος. Μέχρι που με σταμάτησαν μια μέρα για εξακρίβωση στοιχείων. Όταν τους έδειξα αυτό το χαρτί με πήγαν στο τμήμα. Στο Ακροπόλεως. Μου είπαν να περιμένω μέχρι να έρθει σήμα από τη Γενική Ασφάλεια. Πέρασε ολόκληρη μέρα και σήμα δεν ήρθε. Ο επόμενος διοικητής είπε να με κλείσουν μέσα. Έπαθα σοκ. Με έκλεισαν στο κελί με άλλους κρατούμενους. Κλεφτρόνια, τσαντάκηδες, τοξικομανείς. Ήμουν 19 χρονών. Ένιωθα φοβισμένος και ταπεινωμένος.
●●●
ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ της υπόθεσης ήταν ότι υπήρχε ο καλός και ο κακός διοικητής. Όταν ερχόταν ο καλός με έβγαζαν από το κελί και καθόμουν σε ένα γραφείο. Όταν ερχόταν ο κακός με ξανάβαζαν στο κελί. Μέχρι που έπειτα από τρεις μέρες, ο καλός αποφάσισε να πάμε μαζί στη Γενική Ασφάλεια, να βρούμε τον φάκελό μου. Με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο, με συνοδεία, σαν υπόδικος. Θυμάμαι ότι κατεβήκαμε σε ένα υπόγειο και μετά βρεθήκαμε μπροστά σε ένα γραφείο γεμάτο συρτάρια και φακέλους. Έκαναν μόνο πέντε λεπτά να βρουν τον φάκελο! Με άφησαν ελεύθερο. Δεν ξεχνάω ότι ο καλός διοικητής μού ζήτησε συγγνώμη...
●●●
ΑΥΤΟ ΠΟΥ έγινε, μου άφησε μια τεράστια απογοήτευση. Μου έμεινε κυρίως ο φόβος της αδικίας. Ότι μπορεί να βρεθεί κάποιος πίσω από τα κάγκελα χωρίς να καταλάβει το πώς και το γιατί. Στην ηλικία που κάνεις τα πιο ωραία όνειρα εγώ πάλευα για χαρτιά. Έτρεχα να λύσω το πρόβλημα της άδειας παραμονής για να μη βρεθώ ξανά στο κελί. Πόσες ατελείωτες ώρες, μέρες, εβδομάδες έχω χάσει σε ουρές, δήμους, περιφέρειες. Τελικά την πήρα την κανονική άδεια. Έληξε δέκα μέρες μετά αφού την πήρα! Ξανά ουρές, μέρες χαμένες, ζωή χαμένη. Τι μου έχει μείνει; Η απορία. Γιατί το κάνουν αυτό;

Όλα αυτά μου έκοψαν τα φτερά. Είχα μια κάθετη πτώση στα μαθήματα. Ειδικά από τότε που ήθελα να πάω για Εrasmus. Με δέχτηκαν στο Ντάντι της Σκωτίας και δεν μπορούσα να πάω. Δεν είχα χαρτιά. Από τότε άρχισε αυτό που θα έλεγα «αποξένωση». Έγινα ξένος με το ζόρι. Έπρεπε να ψάξω να βρω τι είμαι. Αυτό συνεχίστηκε και συνεχίζεται ακόμα... Παρ΄ όλα αυτά δεν μασάω και συνεχίζω. Το μέλλον πώς το βλέπω; Σκληρή δουλειά και Κeep walking που λέει και η διαφήμιση... Πώς ένιωσα όταν άκουσα για το καινούργιο νομοσχέδιο; Ότι δεν μπορώ να φέρω πίσω όσα έχασα, αλλά από εδώ και πέρα το μέλλον είναι στα χέρια μου. Ότι μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου. Και στη χώρα μου. Ποια είναι η χώρα μου; Η Ελλάδα φυσικά...»

 






Κ. Δουζίνας : «Μεταμοντέρνος», ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας




Είναι αλήθεια ότι σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται άνοδος των ρατσιστικών κομμάτων και ιδεολογιών. Το νέο-ναζιστικό κόμμα Jobbik στην Ουγγαρία μετακινήθηκε από το 2% στις εκλογές του 2006 στο 17% το 2012. Το Κόμμα Ελευθερίας του Geerd de Wilder στην Ολλανδία από το 6% το 2006 πήγε στο 16% το 2010 και το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο από το 11% το 2007 στο 18% το 2012.  Και φυσικά η Χρυσή Αυγή. Την ίδια περίοδο η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται πάνω από το 10%, με την ανεργία των νέων στο 22%. Η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στη λίστα, με 55%. Η κρίση και η λιτότητα εξοντώνουν μια ολόκληρη γενιά, διαπράττοντας μια γενοκτονία ή γενιακτονία, για την οποία η συνομοταξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δε φαίνεται να νοιάζεται πολύ.
Η καταστροφή του κοινωνικών υποδομών μέσω της λιτότητας είναι μια συνήθης αιτία της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού.  Ωστόσο, ιστορικές και πολιτικές διαφορές οδηγούν σε διαφορετικές μορφές του. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν έχει οδηγήσει σε άνοδο του φασισμού, ενώ η σταθερή εργασία στην Γαλλία από την άλλη πλευρά συμπίπτει με την άνοδο του Εθνικού Μετώπου. Στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, η ακροδεξιά στιχοποιοί τους Μουσουλμάνους και την ισλαμική θρησκεία. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει μικρή μετανάστευση, στοχοποιεί τους Εβραίους, τους Ρομά και τους ομοφυλόφιλους, ενώ στην Ελλάδα τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους. Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων παραμένουν η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «Άλλου», ο οποίος τότε παρουσιάζεται ως η αιτία όλων των κακών. Αλλά, σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους, όταν ο αντισημιτισμός, ένωνε την ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας είναι «μεταμοντέρνος»: έχει μια πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται από τόπο σε τόπο ακόμη και εντός της ίδια χώρας.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου μετακινήθηκε από τους Ασιάτες το ‘60 και το ‘70, στους λεγόμενους «ψευδο-πρόσφυγες» του’ 90 και στους «παράνομους» μετανάστες («λαθρομετανάστες») και πρόσφατα στους μουσουλμάνους. Ο σύγχρονος ρατσισμός είναι δικτυωμένος, οριζόντιος και ευκίνητος. Δίνει έμφαση στην κοινή συμπεριφορά, παρά στην κοινή άποψη ή λογική. Ο Νορβηγός δολοφόνος Μπρέιβικ μπορεί να αποτελεί μια ακραία περίπτωση, αλλά στους ασυνάρτητους συνειρμούς του και στις ανατριχιαστικές δολοφονίες του, συμβολίζει αυτό το πεδίο.
Η ποικιλία ανά τις χώρες συνδέεται επίσης με τις πολιτικές στρατηγικές των αστικών κομμάτων. Ένα κατάλοιπο ιστορικού ρατσισμού ενυπάρχει σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, συνήθως ενσωματώνεται από τα αστικά δεξιά κόμματα. Αυτό τελευταία έχει μεταβληθεί, και ρατσιστικές δηλώσεις και ενέργειες πολιτικών έχουν συντελέσει στην άνοδο της ακροδεξιάς. Ο Βίκτορ Ορμπάν, ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας έχει επιτεθεί στους Ρομά και στους ομοφυλόφιλους, και έχει δημιουργήσει το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το Jobbik. Οι πολιτικές του Σαρκοζί εναντίον των Ρομά και του Ισλάμ έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στο Εθνικό Μέτωπο. Με παρόμοιο τρόπο, η Νέα Δημοκρατία επιτίθεται στους μετανάστες και στις οροθετικές και δημιουργεί μια πολιτική ατζέντα για την Χρυσή Αυγή. Αυτά είναι τα άμεσα αποτελέσματα της μετακίνησης της πολιτικής σε μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση και των πολιτικών ελίτ σε έναν ακραίο κυνισμό και μηδενισμό. Η ηθική παρακμή του συστήματος εξουσίας είναι ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της «μεταδημοκρατικής κατάστασης». Κι αυτό ακριβώς το ηθικό κενό των ελίτ που αποκαλύπτεται κάθε μέρα προσπαθεί να καλύψει ο φασισμός με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, δηλαδή τις πιο επιθετικές μορφές ανηθικότητας.
Αν στραφούμε τώρα στην επιχειρηματολογία που επιστρατεύει ο ρατσισμός και ο φασισμός για να προσηλυτίσουν τους οπαδούς τους, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο ψυχολογικές στρατηγικές σε λειτουργία. Η πρώτη είναι η πίστη ότι «Άλλος» υφαρπάζει την απόλαυσή μας. Καίτοι φτωχοί και διωκόμενοι, αυτοί οι «Άλλοι» έχουν καλύτερη μουσική και φαγητό, ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, αυτού του είδους τα πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει. Μνησικακία, φθόνος και μίσος είναι τα αποτελέσματα. Η εχθρικότατα απέναντι σε αυτούς τους «κατώτερους» άλλους είναι μια στρατηγική άμυνας και μια συμπτωματική αντιστροφή του αισθήματος ότι «εμείς», οι γηγενείς και οι καθαροί, είμαστε στην πραγματικότητα κατώτεροι.
Η δεύτερη στρατηγική είναι σχεδόν η αντίθετη, μια ακραία προσπάθεια «εκλογίκευσης» της κρίσης. Βασισμένη στην πίστη ότι τίποτα δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο, προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία για όλα τα κακά που μας συμβαίνουν. Η πληθώρα προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως άτομα ή συλλογικότητες, οι οικονομικές δυσκολίες, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες και η ηθική κατάρρευση ερμηνεύονται ως εάν να έχουν όλα μια κοινή αιτία. Φυσικά τα αίτια της κρίσης είναι πολλά, ποικίλα και συχνά μη συσχετιζόμενα. Αλλά η στρατηγική της «εκλογίκευσης» υποστηρίζει ότι ο «Άλλος», ο «διαφορετικός» , ο «ξένος» βρίσκεται πίσω από τα προβλήματα, τα συνδέει όλα και προσφέρει μια εξήγηση για το σύνολο των δεινών μας. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη για όλα όσα πάνε στραβά. Εδώ ο «Άλλος» λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο το οποίο συνέχει και συνθέτει όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του πάζλ, δημιουργώντας το πανόραμα της καταστροφής.
Αλλά υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας ιδιαιτέρως σημαντικός στη στρατολόγηση των νέων. Νεαροί άνδρες νιώθουν αυξανόμενα αποξενωμένοι και απειλούμενοι από την αβεβαιότητα, την έλλειψη ευκαιριών , μια ζωή στα όρια. Η οικογένεια μεγαλώνει τα αγόρια, τους «πρίγκιπες» και «κανακάρηδες», λέγοντάς τους ότι το μέλλον και ο κόσμος είναι δικός τους. Αλλά τώρα πια οι νέες γυναίκες τα καταφέρνουν καλύτερα στις σπουδές και οι παραδοσιακοί ρόλοι του «φύλου» στην εργασία και στην οικογένεια έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Μια αίσθηση ανεπάρκειας ακόμη και ένας μίσος προς τον ίδιο του τον εαυτό βρίσκει εκτόνωση σε βίαιες ταινίες και φαντασιώσεις, σε  φονικά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια. Αυτή ακριβώς την εύθραυστη ταυτότητα εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές οργανώσεις. Πολλοί νέοι άνδρες που μπορεί να οργανώνονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι κατ’ ανάγκη φασίστες ή ακραίοι εθνικιστές, δεν ξέρουν τίποτε για τον Ναζισμό, τον Χίτλερ, την κατοχή και την αντίσταση. Πράγματι δεν είναι ιδιαιτέρως ιδεολογική  η θέση τους στην αρχή. Μπορεί να γίνονται εκ των υστέρων υπό την καθοδήγηση γηραιότερων και ιδεολογικά στρατευμένων στελεχών. Η Χρυσή Αυγή προσφέρει στους νέους άνδρες μια κοινότητα (ρητορικά και ενεργητικά) βίαιων ανδρών με αναγνωρίσιμους στόχους. Αυτό βοηθάει στην απόκρυψη του ενδημικού αυτό-μίσους πίσω από τη «συντροφική αγωνιστικότητα» και τις επιθέσεις εναντίον ανθρώπων οι οποίοι, τους λένε, έχουν ακόμη χαμηλότερο κοινωνικό status.
Η προβολή του Κασσιδιάρη και των άλλων «παλικαριών» είναι ακριβώς το αποτέλεσμα μια τέτοιας κουλτούρας ατομικής απογοήτευσης και πολιτισμικής βίας. Η υφέρπουσα κοινωνική βία που εμφανιζόταν στο παρελθόν με την εγκληματικότητα, τον χουλιγκανισμό και τις φαντασιώσεις βρίσκει τώρα ένα νόμιμο, προβεβλημένο, κοινοβουλευτικό ένδυμα. Έτσι ενώνονται γύρω από τον φασισμό οι «παραδοσιακοί» φασίστες που μέχρι πρόσφατα αναγκάζονταν να εκφράζονται από τα δεξιά «αστικά» κόμματα και οι λατρευτές της βίας που μπορεί να μην έχουν καμιά ιδεολογία. Είναι εκρηκτικό μείγμα που προσελκύει, προσωρινά ελπίζω, κάποιους απελπισμένους και καταστραμμένους της κρίσης. Όπως ξέρουμε βέβαια και από την ιστορία και από την Ελλάδα, οι φασίστες είναι τα τάγματα εφόδου του καπιταλισμού, η ακραία μορφή υπεράσπισης του όταν αισθάνεται απειλούμενος. Δεν είναι λοιπόν η Χρυσή Αυγή αντισυστημική, αλλά η τελευταία γραμμή άμυνας του συστήματος. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι νεαροί οπαδοί δεν πρέπει να ξεγράφονται ως σκληροπυρηνικοί φασίστες. Μπορεί να είναι ευάλωτοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη βοήθεια για να καταλάβουν την ιστορία και την θέση τους.






Πως στρώθηκε ο δρόμος για τον φασισμό



 Από τον πιτσιρίκο


Αν μου ζητούσαν να επιλέξω μια φράση-κλειδί που ακουγόταν πολύ στην Ελλάδα τις προηγούμενες δυο δεκαετίες, δεν θα είχα κανένα ενδοιασμό: «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε πολλές φορές από χιλιάδες χείλη απλών πολιτών. Μπορεί να την είπες κι εσύ. «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε, ως απάντηση, από εκατοντάδες «καλλιτέχνες» και ηθοποιούς, όταν ερωτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια για τα όσα συνέβαιναν στη χώρα μας. Το πίστευαν; Το έλεγαν γιατί ήθελαν να τα έχουν καλά με όλους και να μη χάσουν «πελάτες»; Πάντως, το έλεγαν.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, η πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο είναι σήμερα. Αν ξεκινούσες πολιτική συζήτηση, οι άνθρωποι δυσανασχετούσαν. Ήταν «βαρετό».
Κάτι ακόμα που δεν ήταν διόλου δημοφιλές στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η γνώση και η πνευματικότητα. Ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης» σου ερχόταν αμέσως σαν ταμπέλα όχι αν προσπαθούσες να πεις κάτι πολύ βαρύ και ασήκωτο αλλά αν έκανες το λάθος να ξεφύγεις λίγο από το Κλικ, το Nitro, το ποδόσφαιρο και τα τηλεοπτικά κλισέ.
Αν δεν άκουγες Βίσση, Ρέμο, Σφακιανάκη, Ρουβά και Χατζηγιάννη, ήσουν κουλτουριάρης. Κι έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή να θεωρούνται κουλτουριάρικα τα λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι.
Μιλώντας με νέους ανθρώπους, συνειδητοποιείς πως δεν έχουν διαβάσει σχεδόν τίποτα. Εντάξει, δεν ήμασταν ποτέ ένας λαός βιβλιολάγνων που δεν άφηναν το βιβλίο από το χέρι αλλά οι παλαιότερες γενιές όλο και κάτι είχαν διαβάσει. Έστω, τους κλασικούς συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν κορόιδευαν αυτούς που αγαπούσαν το διάβασμα.
Δεν είναι τυχαία η επιτυχία του «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλιο στη χώρα μας. Αφενός το βιβλίο ήταν μικρό και αφετέρου περιείχε μια φράση που οι Έλληνες αποστήθισαν μαζικά: «Όταν επιθυμείς κάτι, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Πώς; Μόνο με την επιθυμία; Χωρίς κόπο; Χωρίς πόνο; Χωρίς διάβασμα; Χωρίς γνώση; Ό,τι κι αν εννοούσε ο Κοέλιο, οι παθητικοί -και λόγω Ορθοδοξίας- Έλληνες καθησυχάστηκαν, αφέθηκαν στο σύμπαν και το περίμεναν να συνωμοτήσει υπέρ τους. Το σύμπαν δεν συνωμότησε.
Η αδιαφορία για την πολιτική και η απόλυτη αντιπνευματικότητα οδήγησαν στην χρεοκοπία. Πρώτα στην κοινωνική, ηθική και πολιτιστική χρεοκοπία και μετά στην οικονομική.
Ακόμα κι αν διαφωνεί κάποιος πως η αδιαφορία της πλειοψηφίας των πολιτών για την πολιτική και η αποστροφή τους για την γνώση οδήγησαν στην οικονομική χρεοκοπία, δεν θα διαφωνήσει στο ότι οι πολίτες καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν την χρεοκοπία με τα πνευματικά εφόδια που απέκτησαν όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή, με τον Σφακιανάκη, τη Μενεγάκη, τα ζώδια, τους μάγειρες, τις συνταγές και ό,τι άλλο πρόβαλε η ιδιωτική τηλεόραση.
Κοίταξε τα cd που αγόρασες όλα αυτά τα χρόνια, τα βιβλία που διάβασες (αν διάβασες), θυμήσου τις ταινίες, τις θεατρικές παραστάσεις και τις συναυλίες που παρακολούθησες (αν παρακολούθησες), γιατί είναι αυτά τα όπλα με τα οποία θα αντιμετωπίσεις την χρεοκοπία. Αυτός είσαι.
Βέβαια, ένα μεγάλος αριθμός Ελλήνων αντιμετωπίζει την χρεοκοπία με μόνο εφόδιο την αποβλάκωση που του πρόσφερε η ελληνική τηλεόραση. Και συνεχίζει να αποβλακώνεται.
Χρειάζονται εφόδια για να σκεφτείς. Και αυτά τα εφόδια δεν θα τα βρεις στην τηλεόραση.
Η τηλεόραση δεν έχει καμία σχέση με την παιδεία, την γνώση και το πνεύμα. Είναι ένα μέσο που μπορεί κάποιες φορές –και υπό προϋποθέσεις- να είναι ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό αλλά στην Ελλάδα δεν συνέβη ούτε αυτό. Η ελληνική τηλεόραση απευθύνεται στα χαμηλά ένστικτα και –με ελάχιστες εξαιρέσεις- είναι ένας σκουπιδοτενεκές, με ξεπουλημένα λαμόγια, χαζογκόμενες, βιζιτούδες και διάφορους άλλους φελλούς.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι οι Έλληνες που σέβονται τον εαυτό τους δεν εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ίσως, να δέχτηκαν να εμφανιστούν σε κάποια αξιοπρεπή εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης αλλά μέχρι εκεί.
Το να μην εμφανίζεσαι στην τηλεόραση σημαίνει -μεταξύ άλλων- πως δεν πιστεύεις πως πάνω απ’ όλα είναι το κέρδος. Γιατί η τηλεόραση έχει να κάνει με πολλά χρήματα.
Όλα αυτά τα χρόνια, τα πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης δεν ενδιαφέρονταν, βέβαια, για την πολιτική. Ήταν εθνικοί σταρ, οπότε ανήκαν σε όλους τους Έλληνες και δεν έπαιρναν ποτέ θέση για τίποτα. Επίσης, τα πρόσωπα της τηλεόρασης –τουλάχιστον αυτά που κυριάρχησαν- είναι βαριά αμόρφωτα.
Σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των πολιτών δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την γνώση -και η «εκπαίδευσή» τους ήταν τηλεοπτική-, δεν θα πρέπει να κάνει σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή εκφράζει σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας.
Αν δεν σε ενδιέφερε ποτέ η πολιτική και, παράλληλα, έχεις την εντύπωση πως ο Καζαντζάκης είναι ποδοσφαιριστής, είναι απόλυτα λογικό –όταν χρειαστεί- να εκφραστείς πολιτικά με το απόλυτο σκοτάδι, τον φασισμό, τους ψευτοτσαμπουκάδες, τις μαγκιές, τις κλωτσιές, τα ουρλιαχτά και όλη αυτήν την κτηνωδία που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή. Το κτήνος το εκφράζουν τα κτήνη.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η συμπάθεια των τηλεοπτικών προσώπων για τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Μαζί τους αισθάνονται πολύ άνετα, αφού πνευματικά βρίσκονται στην ίδια κατάσταση: σε αυτή του χιμπαντζή.
Η Χρυσή Αυγή δεν ήρθε τώρα. Ο νεοναζισμός δεν ήρθε τώρα. Ο φασισμός δεν ήρθε τώρα. Θα έπρεπε να τον είχες διακρίνει στον ναρκισσισμό της Ελένης, στην εγωπάθεια του Σάκη, στη ρηχότητα της Ρούλας και του Γρηγόρη, στον αδίστακτο κυνισμό του Θέμου και στην κτηνώδη βλακεία που κουβαλάνε όλα αυτά τα εγωκεντρικά ανθρωποειδή που θεοποίησαν το εύκολο κέρδος, προώθησαν την ιδιωτεία και πούλησαν τη ψυχή τους στον διάολο.
Κι αν αυτοί έβγαλαν πολλά χρήματα, αυτοί που τους παρακολουθούσαν μαγεμένοι –και τους παρακολουθούν ακόμα αφού είναι πια ανάπηροι πνευματικά- παίρνουν για τρόπαιο τη Χρυσή Αυγή.
Οι πολίτες έχουν χρέος να ασχολούνται με τα κοινά και να ενδιαφέρονται για την πολιτική.
Οι πολίτες έχουν χρέος να φροντίζουν την ψυχή τους και το μυαλό τους, να επιζητούν την γνώση και να αποφεύγουν τα σκουπίδια.
«Μας πρόδωσαν οι πολιτικοί» λένε οι πολίτες. Ναι, αλλά πολύ πριν, οι πολίτες είχαν προδώσει τους εαυτούς τους. Το πρώτο δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχε συμβεί το δεύτερο.
Ο φασισμός είναι εδώ. Μέσα μας.
(Στη φωτογραφία -με ελληνική φορεσιά- είναι ο Όσκαρ Ουάιλντ. Αν και τα βιβλία του Όσκαρ Ουάιλντ υπάρχουν πια παντού -και στο διαδίκτυο-, εκατομμύρια Έλληνες στη διάρκεια της ζωής τους δεν θα διαβάσουν ούτε μια φράση του επειδή το σύμπαν δεν θα συνωμοτήσει.)










Μάνος Χατζηδάκις:  Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι





Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.
(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.







 Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτο-φασισμού.

Toυ Ουμπέρτο Έκο

 

 

Παρά την ασάφεια αυτή, νομίζω πως μπορούμε να σκιαγραφήσουμε έναν κατάλογο χαρακτηριστικών τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά αυτού που ονομάζω «πρωτοφασισμό», ή «αρχέγονο φασισμό». Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να οργανωθούν σε ένα ενιαίο σύστημα· πολλά απ' αυτά αλληλοαναιρούνται, και είναι επίσης αντιπροσωπευτικά και άλλων μορφών δεσποτισμού ή φανατισμού. Η παρουσία ενός και μόνο απ' αυτά, όμως, αρκεί για να επιτρέψει στο φασισμό να συμπτυχθεί γύρω του.


 1.Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ' αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.
Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.
Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.
Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.
Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.

2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ' αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.

3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.

4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.
5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.

6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ' αυτή τη νέα πλειοψηφία.

7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική
ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.

8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.

9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.

10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι' αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ' αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.

11. Μέσα σ' αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.

12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [σ.τ.Μ.: το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα - σαν φαλλικό υποκατάστατο.

13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.
Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.

14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.
Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.
Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.
Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ' αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.
Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:
«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».





  Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.